- Ἀρρηφόρων
- Ἀρρηφόροιmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρρηφόρων — Ἀρρηφόροι masc gen pl ἀρρηφόρος maiden who carried the symbols fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρρηφορία — Αρχαία γιορτή της Αθηνάς Πολιάδας, που ονομάστηκε έτσι από τις τέσσερις Αρρηφόρες κόρες. Εορταζόταν το καλοκαίρι, τον μήνα Σκιροφοριώνα (περίπου Ιούνιο). Οι Αρρηφόρες έμεναν στην Ακρόπολη πολλούς μήνες, φορώντας άσπρη εσθήτα και χρυσά κοσμήματα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek